- τετραμεθυλοδιαρσίνη
- η, Νχημ. άλλη ονομασία τής οργανικής χημικής ένωσης κακωδύλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tetramethyldiarsine < tetra- (< τετρ[α]-*) + methyle (βλ. λ. μεθύλιο) + diarsine (βλ. λ. διαρσίνες)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακωδύλιο — Χημική ένωση του τύπου (CH3)2As As(CH3)2. Η ονομασία οφείλεται στην εξαιρετικά δυσάρεστη οσμή της. Είναι άχρωμο υγρό με σημείο ζέσης 170°C και αναφλέξιμο στον αέρα. Με οξείδωση δίνει το οξείδιο του κ. και το κακωδυλικό οξύ, ενώ με το χλώριο δίνει … Dictionary of Greek